λοπαδοφυσητής

λοπαδοφυσητής
λοπαδοφυσητής
dish-piper
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λοπαδοφυσητής — λοπαδοφυσητής, οῡ, ὁ (Α) (επίθετο τού διαβόητου γαστρίμαργου αυλητή Δωρίωνος) αυτός που φυσά τις λοπάδες αντί για τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδ ος «πιατέλα» + φυσητής (< φυσώ)] …   Dictionary of Greek

  • λοπαδοφυσητήν — λοπαδοφυσητής dish piper masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”